- πείσμα
- (I)το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω]νεοελλ.1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου»)2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» — η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχειμσν.-αρχ.1. πειθώ, πεποίθηση, εμπιστοσύνη («ἐὰν γὰρ τινι πεῑσμα δῷς», Κλήμ. Αλεξ.)2. «μετὰ πείσματος» — με πεποίθηση.————————(II)το, ΝΜΑνεοελλ.ναυτ. καθένα από τα χοντρά σχοινιά για την πρόσδεση ενός σκάφους σε μόνιμο αγκυροβόλιο, κν. ρεμέντζο, σχοινί για ρεμιντζάρισμαμσν.-αρχ.1. το καραβόσχοινο που ξεκινά από την πρύμνη τού πλοίου και με το οποίο το σκάφος προσδένεται σε μεγάλη πέτρα ή στήλη τής παραλίας («πείσμα δ' έλυσαν από τρητοίο λίθοιο», Ομ. Οδ.)2. σχοινί ακάτου, καραβόσχοινο3. σχοινί για οποιαδήποτε χρήση4. μτφ. δεσμός («πᾱν πεῑσμα διέρρηκται», Ηλιόδ.)5. ο συζυγικός δεσμός6. ο μίσχος τού σύκου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πεῖσμα (< *πένθ-σμα) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhendh- «δένω, συνδέω, συνάπτω» (πρβλ. πενθ-ερός, φάτνη) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. badhnāmi «δένω» και γοτθ. bindan (βλ. και λ. πενθερός). Με τη λ. πεῖσμα συνδέονται πιθ. οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ.: «πάσμαᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ φυτὸν τὸ φύλλον» (συνεσταλμένη βαθμίδα) και «πέσμαἐξ οὗ τὸ φύλλον ἦρτηται»].
Dictionary of Greek. 2013.